- τριγωνίστρια
- ἡ, Αγυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε -ίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριγωνίστρια — a woman who plays the fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνίστριαν — τριγωνίστρια a woman who plays the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)